- τσολιάδικος
- -η, -ο, Ντσολιαδίστικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσολιαδ- τού πληθ. τσολιάδες τής λ. τσολιάς + κατάλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσολιάδικος — η, ο που ανήκει ή αναφέρεται σε τσολιά (βλ. λ.): Τσολιάδικη φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσολιαδίστικος — η, ο 1. τσολιάδικος (βλ. λ.). 2. το ουδ. στον πληθ., τσολιαδίστικα, τα φορεσιά τσολιά, ευζωνική ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)